προκατεσθίω

προκατεσθίω
Α
κατατρώγω, καταδαπανώ εκ τών προτέρων («προκατεδεῑται τὴν ἅπασαν τοῡ θέρους ἐλπίδα», Λουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατεσθίω «κατατρώγω, καταβροχθίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”